- Σαββατάριοι
- οι, Ναιρετικοί που εμφανίστηκαν κατά τον 16ο αιώνα στη Μοραβία και στη Βοημία και οι οποίοι τηρούσαν ως αργία αντί τής Κυριακής το Σάββατο, αίρεση που διαδόθηκε και σε άλλες χώρες τής κεντρικής Ευρώπης, αλλά, τελικά, αφομοιώθηκε στις προτεσταντικές ομολογίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sabbatarian < λατ. sabbatarius < λατ. sabbatum].
Dictionary of Greek. 2013.